Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

το Χριστόξυλο    -   ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας , από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του.
Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μή βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο , ζεσταίνεται ο Χριστός , εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ .
Σε κάθε σπιτικό , οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα. 


Το ποδαρικό  
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους.
'Ετσι από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.
Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου.
Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ότι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές. Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά έχει λιακάδα, πιστεύουν πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος σαράντα μέρες.
Λένε: "Τ' άλιασε η αρκούδα τα αρκουδάκια της, δε θα 'χουμε χειμώνα βαρύ".
Αν όμως ο καιρός είναι άσχημος την Πρωτοχρονιά θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή σαράντα μέρες θα έχουμε βαρυχειμωνιά. 



Οι καλικάντζαροι    
Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου , ημέρα των Χριστουγέννων, μέχρι τις 5 Ιανουαρίου , παραμονή των Φώτων.
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονταν ήσυχα ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλ
άσματα κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι. Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες , ήταν αερικά , ξωτικά. Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά , ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου και που συνέχεια , όλη την ώρα, χοροπηδούσαν γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας. Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω κόσμο. Γι΄ αυτό λοιπόν ,άλλοι με πριόνια , άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτή στηριζόταν η γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , από φόβο μη βουλιάξει η γη και τους πλακώσει , έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο , στη γη , για να τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους , ανέβαιναν στα κεραμίδια και καμιά φορά , όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Γι΄ αυτό , για καλό και για κακό , εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι , γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Λέγανε κάποιοι ,παλιά , πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της , βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο νά ΄ναι μέρα". Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο.
Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα , πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο. Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια.
Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια. Άρπαξαν τα παιδιά , τους πετάξανε ό, τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
"-Ω!... στραβά ταψιά , με τα ψεύτικα ψωμιά , άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα ..." Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός , εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί...
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα , χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια. Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο. Εσείς όμως , σήμερα , δεν πιστεύω να φοβηθήκατε , γιατί όλα αυτά είναι ωραία παραμυθάκια του παλιού καιρού! (κείμενα από το βιβλίο της δασκάλας Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Θεοφάνεια" Καλικάντζαροι Tα παγανά, τα γνωστά σε όλους μας καλικαντζαράκια, οι παραδόσεις και οι θρύλοι τα θέλουν να παίζουν σπουδαίο ρόλο και να επηρεάζουν σημαντικά τις συνήθειες και τα έθιμα αυτών των ημερών. Από τα Χριστούγεννα και μέχρι τα Θεοφάνια οι πιστοί στην Ηπειρο έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Στα Γρεβενά ανάβουν ένα μεγάλο κούτσουρο, στη γωνιά από την παραμονή των Χριστουγέννων και η φωτιά καίει συνέχεια μέχρι τα Φώτα για να προστατεύει την οικογένεια από τους καλικάνταρους. Ενώ, οι πιστοί στις παραδόσεις από την Κρήτη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην βγάλουν καλόγηρους. Στην Κρήτη, λένε ότι εκεί κάτω στα έγκατα της γης τα καλικαντζαράκια κρατούν ένα τεράστιο πριόνι κι αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο που κρατά στη θέση της τη γη. Θέλουν να τον κόψουν, για να δουν τη γη να γκρεμίζεται και τους ανθρώπους να υποφέρουν.
Ο στύλος όμως είναι πολύ χοντρός και γι αυτό χρειάζεται μεγάλη και πολύχρονη προσπάθεια για να τον κόψουν. Σίγουρα κάποια μέρα θα τα καταφέρουν, αν δεν είχαν τη συνήθεια να ανεβαίνουν πάνω στη γη κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων, για να πειράξουν τους ανθρώπους. Η παραμονή τους στη γη διαρκεί δώδεκα μέρες . Αφήνουν λοιπόν μισοκομμένο το στύλο που στηρίζει τη γη και θα συνεχίσουν αυτή την προσπάθεια, όταν ξαναγυρίσουν στα τάρταρα. Την παραμονή των Χριστουγέννων ξεκινούν τα καλλικαντζαράκια για το μεγάλο ταξίδι τους πάνω στη γη. Είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από τις μυριάδες τρύπες που βρίσκονται πάνω στο στερεό φλοιό της. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές και τις καταβόθρες, τις καταπαχτές και τα πιο μικρά από τις μυρμηγκιές και διάφορες άλλες μικροσκοπικές τρύπες της γης! Φοβούνται πολύ το φως και γι' αυτό τη μέρα κρύβονται. Βγαίνουν όμως από τους κρυψώνες τους τη νύχτα και πειράζουν τους ανθρώπους. Μικρά και ευκίνητα, καθώς είναι, μπαίνουν στα σπίτια απ' όπου βρουν. Από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες των πορτών και των παραθυριών, τους ανηφοράδες των σπιτιών.
Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα, στους λύχνους που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό στα χωριά. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους όπου βρουν. Τίποτε βέβαια δεν κλέβουν, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο. Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο "καλός" και από το "κάνθαρος". Ο λαϊκός άνθρωπος φανταζόταν τους καλικάντζαρους τριχωτούς με μορφή τράγου που σύχναζαν στα τρίστρατα.
Τους εξευμένιζαν καίγοντας αλάτι ή κρεμώντας πίσω από την πόρτα κατωσάγονο ή πανωσάγονο χοίρου.
Οι καλικάντζαροι εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου