Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΚΑΣΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ

Ο ΜΥΘΟΣ
Σύμφωνα με τον μύθο, οι δίδυμοι ήρωες Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης, γεννηθήκαν στον Ταΰγετο, το μεγάλο βουνό της Σπάρτης και του Ταινάρου, έτσι είναι κατεξοχήν ήρωες δωρικής καταγωγής.
Στην Σπάρτη, ο βασιλιάς Τυνδάρεως, είχε για γυναίκα του την πανέμορφη Λήδα, κόρη του βασιλιά τής Αιτωλίας, Θέστιου. Η Λήδα έσμιξε με τον Δία κι απέκτησε μαζί του δύο παιδιά, την Ελένη, πού ήταν ωραία σαν θεά και τον Πολυδεύκη τον τρανό ήρωα. Με τον βασιλιά Τυνδάρεω η Λήδα είχε άλλα δύο παιδιά, την Κλυταιμνήστρα, και τον Κάστορα. Ο Πολυδεύκης πήρε απ' τον πατέρα του θεό Δία την αθανασία, μα ο αδελφός του, ο Κάστορας, παρέμεινε θνητός, επειδή ήταν γιος του θνητού βασιλιά. Έγιναν και οι δύο τους μεγάλοι και τρανοί, κανένας δε μπορούσε να παραβγεί με τον Κάστορα, στη μαστοριά του να οδηγάει το άρμα, όπου κατάφερνε να δαμάσει και τα πιο ατίθασα άλογα. Ο δε Πολυδεύκης ήτανε γενναίος πρωταθλητής στην πυγμαχία. Οι δυο τους δεν αποχωρίστηκαν ποτέ μεταξύ τους γιατί τους ένωνε φλογερή αγάπη.
Οι Διόσκουροι πήραν μέρος σε πολλά μεγάλα κατορθώματα των Ελλήνων ηρώων, πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και διακρίθηκαν ιδιαίτερα εναντίον του βασιλιά των Βεβρύκων, Αμύκου, τον οποίο νίκησε ο Πολυδεύκης τρέποντας έτσι σε φυγή όλους τους Βέβρυκες. Όταν ο Θησέας και ο Πειρίθους κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο προκειμένου να αρπάξουν την Περσεφόνη, οι Διόσκουροι ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, διεκδικώντας την αδελφή τους Ελένη, την οποία ο Θησέας είχε απαγάγει και την είχε φυλακίσει στο οχυρό των Αφιδνών στην Λακωνία. Έτσι, ενώ έλειπε ο Θησέας ελευθέρωσαν την αδελφή τους και πήραν την μητέρα του Θησέα, Αίθρα, αιχμάλωτη στη Σπάρτη. Επιπλέον, απομάκρυναν από το θρόνο της Αθήνας, τους γιους του Θησέα και τους αντικατέστησαν με τον διεκδικητή της βασιλείας Μενεσθέα.
Οι Διόσκουροι είχαν δύο ξαδέλφια, το Λυγκέα και τον Ίδα, πού ήταν παιδιά του βασιλιά τής Μεσσηνίας, Αφαρέα. Ο Ίδας ήταν ατρόμητος πολεμιστής και ο αδελφός του, ο Λυγκέας, ήταν ονομαστός για τη δύναμη της ματιάς του· μπορούσε να δει ακόμα και κάτω απ' τη γη. Οι Διόσκουροι μαζί με αυτά τα Μεσσήνια ξαδέλφια τους κάνανε πολλούς άθλους μαζί. Κάποτε, κι οι τέσσερις άρπαξαν, από την Αρκαδία, ένα κοπάδι βόδια κι αποφάσισαν να τα μοιράσουν συναμεταξύ τους. Τη μοιρασιά θα την έκανε ο Ιδας. Αυτός όμως θέλησε να βάλει στο χέρι ολάκερο το κοπάδι μαζί με τον αδελφό του και σοφίστηκε μια πονηριά: Έκοψε στα τέσσερα ένα βόδι. έδωκε στον καθέναν από ένα κομμάτι και πρότεινε να πάρει το μισό κοπάδι εκείνος πού θα καταβροχθίσει πρώτος το μεράδι του, και τ' άλλο μισό να πέσει σε εκείνον που θα έρθει δεύτερος. Ο Ίδας έφαγε πρώτος το κομμάτι του και βόηθησε και τον Λυγκέα να φάει το δικό του. Ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης οργίστηκαν τρομερά σαν είδαν ότι τούς γέλασε ο Ίδας κι αποφασίσανε να εκδικηθούνε τα ξαδέρφια τους, που ως τότε είχανε μαζί τους ακλόνητη φιλία. Έκαναν επιδρομή στη Μεσσηνία κι άρπαξαν, όχι μονάχα το κοπάδι που είχανε πάρει απ' την Αρκαδία, αλλά και μερικά απ' τα κοπάδια του Ίδα και του Λυγκέα. Δεν αρκεστήκανε όμως σ' αυτά, αλλά τους κλέψανε και τις αρραβωνιαστικιές τους.
Οι Διόσκουροι ήξεραν ότι ο Ίδας και ο Λυγκέας δεν θα τους συχωρέσουν για αυτά που τους έκαναν, κι αποφασίσαμε να κρυφτούν στο κούφωμα ενός πελώριου δέντρου και να περιμένουν εκεί, ώσπου ν' αρχίσουν τα ξαδέρφια τους να τους κυνηγούν. Θέλαν να τους ριχτούνε αναπάντεχα, γιατί σκιαζόντουσαν να πιάσουν μάχη με τον υπερδύναμο Ίδα που, κάποτε, τόλμησε να παλέψει για μια γυναίκα, ακόμα και με τον θεό Απόλλωνα. Δεν μπόρεσαν όμως να κρυφτούμε από τα διαπεραστικά μάτια Λυγκέα, που τους διέκρινε μέσα στην κουφάλα του δέντρου, πάνω από τις κορυφές του Ταΰγετου. Ο Ίδας και ο Λυγκέας όρμησαν πάνω στους Διόσκουρους. Προτού ακόμα καταφέρουν να βγουν απ' τον κρυψώνα, ο Ίδας έριξε το κοντάρι του στο δέντρο και πλήγωσε κατάστηθα τον Κάστορα. Ο Πολυδεύκης χίμηξε επάνω τους. Οι Αφαρείδες δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν μαζί του και το βάλαν στα πόδια. Ο Πολυδεύκης τους έφτασε κάπου κοντά στον τάφο των γονιών τους. Σκότωσε τον Λυγκέα κι άρχισε να παλεύει, για ζωή ή για θάνατο, με τον Ίδα. Ο μέγιστος Δίας τότε παρενέβη για να σταματήσει την μάχη, ρίχνοντας ένα αστροπελέκι που έκανε στάχτη και τον Ίδα, και το κουφάρι του Λυγκέα.
Ο Πολυδεύκης γύρισε εκεί πού κείτονταν θανάσιμα λαβωμένος ο Κάστορας κι έκλαψε πικρά σαν είδε τον θάνατο να τους χωρίζει. Παρακάλεσε τον πατέρα του τον Δία, να τον αφήσει να πεθάνει μαζί με τον αγαπημένο αδελφό του. Ο Δίας φανερώθηκε τότε στο γιο του και τον έβαλε να διαλέξει: Ή να ζήσει παντοτινά νέος ανάμεσα στους φωτεινούς θεούς του Ολύμπου ή να ζήσει για πάντα με τον αδελφό του τη μια μέρα στο ζοφερό βασίλειο του Άδη, και την άλλη στον Όλυμπο. Ο Πολυδεύκης δεν θέλησε να χωριστεί από τον αδερφό του. Και έτσι μοιράστηκε την τύχη του.
Από τότε, τα δυο αυτά αδέλφια πλανιούνται την μια μέρα στους σκοτεινούς κάμπους του βασιλείου του Άδη και την άλλη, ζούνε μαζί τούς θεούς στα παλάτια του ηγέτη των θεών, Δία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου