Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

7.2. ΄΄Μουσικά όργανα΄΄




ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

Το υποκείμενο είναι η λέξη που φανερώνει ποιος ενεργεί , ποιος παθαίνει αυτό που λέει το ρήμα , ποιος είναι κάτι ή ποιος βρίσκεται στην κατάσταση που δηλώνει το ρήμα.

Για να βρούμε το υποκείμενο του ρήματος ρωτάμε: ποιος κάνει, ποιος παθαίνει, κλπ. στο ρήμα.
           
Π.χ. Το παιδί διαβάζει. (ποιος διαβάζει;)      
      Ο πατέρας κοιμάται (ποιος κοιμάται;)
      Παίζεις. (Ποιος παίζει; Υ = εσύ, εννοείται)       
      Εγώ και η Μαρία θα πάμε εκδρομή (Ποιοι θα πάμε; 2 υποκ.)

Μερικές φορές το υποκείμενο μπορεί να είναι μια ολόκληρη πρόταση.
Π.χ. Το ότι απέτυχε δεν εξηγείται.
      Δεν επιτρέπεται να μολύνετε το περιβάλλον. (Η δευτερεύουσα πρόταση εδώ είναι υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα «δεν επιτρέπεται».)


ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Η λέξη που δηλώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει (πηγαίνει) η ενέργεια του υποκειμένου, λέγεται αντικείμενο.

Για να βρούμε το αντικείμενο ρωτάμε: «ποιον» ή «τι».
Π.χ.               Ο γιατρός εξετάζει τον ασθενή. (Ποιον εξετάζει;)
              Ο δάσκαλος βαθμολόγησε τον μαθητή. (Ποιον βαθμολόγησε;)
              Φοβάται μήπως βρέξει. (Τι φοβάται;)

Το αντικείμενο μπορεί να είναι  μια εξαρτημένη πρόταση.
Π.χ.               Δε θέλω να έρθει μαζί μας αυτός.
              Δεν είπε πού θα πάει.

Σε μερικές περιπτώσεις, όταν το αντικείμενο εννοείται, παραλείπεται.
Π.χ. Πήγαινε να αλλάξεις. (εννοείται: ρούχα)

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

Το όνομα που δίνει κάποια πληροφορία για το υποκείμενο, φανερώνει δηλαδή κάποια ιδιότητα του υποκειμένου, λέγεται κατηγορούμενο.

Η σύνδεση του υποκειμένου με το κατηγορούμενο γίνεται με την μεσολάβηση του ρήματος είμαι ή άλλου συγγενικού ρήματος, το οποίο λέγεται συνδετικό ακριβώς επειδή συνδέει τους δύο όρους της πρότασης.

Τα πιο συνηθισμένα συνδετικά ρήματα είναι:

είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, ζω, ονομάζομαι, θεωρούμαι, αποδεικνύομαι, μοιάζω, εκλέγομαι, βρίσκομαι, γεννιέμαι, παθαίνω, διορίζομαι, λέγομαι,  κλπ.


 
Π.χ.       Ο ήλιος είναι φωτεινός.
       Η κυρία Ελένη είναι οδηγός.
       Η Κάτια έγινε δασκάλα.
       Οι αιχμάλωτοι βρέθηκαν δεμένοι.

Με μερικά ρήματα που χρησιμοποιούνται ως συνδετικά, το κατηγορούμενο παίρνει μπροστά του συνήθως τα μόρια για, σαν, ως.

Π.χ. Ο Σπύρος υπηρέτησε ως αξιωματικός.

Κατηγορούμενο μπορεί να είναι ένας εμπρόθετος προσδιορισμός ή και μια ολόκληρη πρόταση.

Π.χ. Η σκάλα είναι από μάρμαρο.
       Η εμφάνισή του είναι να τον λυπάται κανείς.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΒΑΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Τα ρήματα που χρειάζονται αντικείμενο για να συμπληρωθεί η έννοιά τους λέγονται μεταβατικά, ενώ εκείνα που δεν χρειάζονται αντικείμενο λέγονται αμετάβατα.

Π.χ.       Σκάβω τον κήπο. (μεταβατικό)
       Κοιμάμαι νωρίς. (Τι κοιμάμαι; Δεν υπάρχει απάντηση, άρα το ρήμα είναι αμετάβατο.)



ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΚΑΙ ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

 Μονόπτωτα είναι τα ρήματα που χρειάζονται ως συμπλήρωμα ένα μόνο αντικείμενο, το οποίο βρίσκεται σε πτώση αιτιατική ή γενική.

Π.χ.       Η μητέρα καθαρίζει το σπίτι.
       Μου μίλησε πολύ άσχημα.

Δίπτωτα είναι τα ρήματα που χρειάζονται ως συμπλήρωμα δύο αντικείμενα, τα οποία βρίσκονται στην ίδια ή και σε διαφορετική πτώση (αιτιατική και γενική).

Π.χ. Τα εγγόνια  έδωσαν  στον παππού   δώρα.
       Τους  δάνεισε  χρήματα.



ΑΜΕΣΟ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Τα δίπτωτα ρήματα συντάσσονται με δύο αντικείμενα.
Το ένα λέγεται άμεσο, επειδή σε αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος.
Το άλλο λέγεται έμμεσο, επειδή σε αυτό μεταβαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος.

ü Το άμεσο αντικείμενο είναι συνήθως σε αιτιατική και απαντά στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;»

ü Το έμμεσο αντικείμενο είναι άλλες φορές σε πτώση γενική και απαντά στην ερώτηση «ποιου;» ή «ποιανού;» και άλλες φορές σε αιτιατική και απαντά στην ερώτηση «σε ποιον».

       Στα ρήματα που συντάσσονται με γενική και αιτιατική, το άμεσο είναι αυτό που βρίσκεται σε αιτιατική και το έμμεσο αυτό που βρίσκεται σε γενική πτώση.

Π.χ.       Του έκανα σινιάλο από μακριά.

    Έμμεσο          άμεσο

Στα ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές, το άμεσο είναι αυτό που δηλώνει πρόσωπο (παρ. α΄), εκτός αν μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο αντικείμενο, οπότε γίνεται έμμεσο (παρ. β΄).

Π.χ.       α. Με ρώτησε το όνομά μου.                     

        άμεσο              έμμεσο

       β. Διδάσκει τους μαθητές (στους μαθητές) μαθηματικά.

                                 έμμεσο                                  άμεσο

Στα ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές που δηλώνουν πράγμα και οι δύο, το έμμεσο αντικείμενο είναι εκείνο που μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο αντικείμενο.

Π.χ.        Έσπειρε το χωράφι    λαχανικά. (με λαχανικά)

                     άμεσο           έμμεσο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου